πρωτοπηγαίνω

πρωτοπηγαίνω
και πρωτοπαγαίνω Ν
1. πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά
2. πηγαίνω κάπου πρώτος εγώ μεταξύ άλλων («όποιος πρωτοπαγαίνει στον μύλο αλέθει» — λέγεται για όσους προλαβαίνουν τους άλλους και ωφελούνται από αυτό, παροιμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπηγαίνω — και πρωτοπαγαίνω πρωτοπήγα, πηγαίνω για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοπήγα στο χωριό αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοπαγαίνω — βλ. πρωτοπηγαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”