- πρωτοπηγαίνω
- και πρωτοπαγαίνω Ν1. πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά2. πηγαίνω κάπου πρώτος εγώ μεταξύ άλλων («όποιος πρωτοπαγαίνει στον μύλο αλέθει» — λέγεται για όσους προλαβαίνουν τους άλλους και ωφελούνται από αυτό, παροιμ.).
Dictionary of Greek. 2013.